
Review
Share this post:
Το “Ballads” του John Coltrane, ηχογραφημένο πριν από σχεδόν 65 χρόνια, αντιπροσωπεύει μια διαφορετική, πιο λυρική πλευρά και για τον ίδιο τον σαξοφωνίστα αλλά και για το κλασικό του κουαρτέτο, με το οποίο δεν είχε ως τότε ηχογραφήσει ούτε ξαναηχογράφησε τέτοιο υλικό.
Ένα άλμπουμ με τον ίδιο τίτλο από σαξοφωνίστα οδηγεί συνειρμικά κατευθείαν σε αυτόν τον δίσκο του Coltrane. Και πραγματικά το “Ballads” (Chill Tone) αντιπροσωπεύει μια ανάλογη κίνηση για τον Noah Preminger, έναν από τους σπουδαίους σαξοφωνίστες της γενιάς του (κοντά στα 40 σήμερα). Από το 2008 που εμφανίστηκε στη δισκογραφία έδειξε αμέσως ότι τον ενδιαφέρει να απελευθερώνει όσο πιο συχνά γίνεται αυτό που έχει μέσα του, κυκλοφορώντας ολοένα και άλλο, καινούριο υλικό. Να προχωρά όλο και σε κάτι διαφορετικό: από τον πιο κλασικό και βασισμένο στο bop ήχο, στις ρίζες της αφρο-αμερικάνικης παράδοσης, στην πολιτική διαμαρτυρία. Φτάνοντας αρκετά γρήγορα στην εικοστή του ηχογράφηση ο Preminger, ακριβώς όπως ο Coltrane, προβάλλει τον πιο ευαίσθητο και λυρικό εαυτό του.
Οι μπαλάντες που αποτελούν αυτό το ρεπερτόριο, τέσσερις γραμμένες από τον ίδιο και τρεις διασκευές, παίρνουν περίπου τον ίδιο χρόνο και αναπτύσσονται σε διάρκεια μεταξύ 4 και 6 λεπτών καθεμιά. Μαζί με τον σαξοφωνίστα είναι ο μόνιμος μπασίστας του Kim Cass, στο πιάνο ο γνωστός Julian Shore (έχει συνεργαστεί και με τον Πέτρο Κλαμπάνη) και στα ντραμς ο Allan Mednard (Ben Alisson).
Εκτός από τον δυνατό λυρισμό και τα λεπτά, βαθιά συναισθήματα που αναβλύζουν από τα τέσσερα όργανα, με πρώτο φυσικά το τενόρο του Preminger, πολύ δυνατό σημείο του “Ballads” είναι η άψογη παραγωγή, ο πεντακάθαρος ακουστικός ήχος και η συνοχή ανάμεσα στα κομμάτια. Στοιχείο που κάνει τις πρωτότυπες συνθέσεις και τις διασκευές να διαδέχονται η μια την άλλη με θαυμαστή φυσικότητα. Για παράδειγμα το πολύ όμορφο θέμα του “In our 20s”, που φαίνεται να αναπολεί τα περασμένα νιάτα, πολύ εύκολα θα μπορούσες να το πάρεις για ένα διαμάντι από άλλη εποχή. Από τις καλύτερες στιγμές του CD είναι στο ξεκίνημά του το “Stan’s mood” του Al Cohn. Το μόνο κομμάτι που προδίδει την διαφορετική του «καταγωγή» είναι το “Carry me Ohio” του τραγουδοποιού Mark Kozelek από τους Sun Kil Moon, που η χαρακτηριστική μελωδία του γίνεται βελούδινη με το ευαίσθητο φύσημα του σαξοφωνίστα και την αέρινη υπόκρουση από το rhythm section. Με αργό μέτρημα, απλή και ώριμη έκφραση, ουσιαστικά και καθόλου φορτωμένα παιξίματα το “Ballads” είναι ένα ολοκληρωμένο και ξεχωριστό άκουσμα.
