
Review
Share this post:
Τον Brandon Seabrook δύσκολα θα τον λέγαμε τζαζ κιθαρίστα. Και αφορμή γι’ αυτό δεν είναι μόνο εκείνα που κάνει στις προσωπικές του δουλειές, με κυρίαρχα στοιχεία τον πειραματισμό, το ακραίο, τον θόρυβο, τα τύπου Naked City φωνητικά και τα δάνεια από το πανκ και το ροκ. Είναι και όσα τον ακούμε να παίζει (με την κιθάρα και με μπάντζο και μαντολίνο) με εκείνους που τον επιλέγουν σαν συνεργάτη: από τον Ben Allison και τους Mostly Other People Do the Killing, μέχρι την Ingrid Laubrock στο πρόσφατο “The last quiet place”.
Στις προσωπικές του ηχογραφήσεις, που δεν είναι λίγες από το 2010 μέχρι σήμερα, συνοδευόταν κατά κανόνα από μικρά σχήματα. Στο νέο του άλμπουμ “Brutalovechamp” (Pyroclastic Records) εμφανίζεται με ένα οκταμελές γκρουπ που έχει «περίεργη» σύνθεση: δύο κοντραμπάσα, τσέλο, μπάσο κλαρινέτο και μπάσο φλογέρα, κρουστά, φωνητικά, ηλεκτρονικά και διάφορα ακόμη έγχορδα και πνευστά. Θα λέγαμε λοιπόν χοντρικά ότι από τη μια είναι η κιθάρα, το μπάντζο και το μαντολίνο του Seabrook και από την άλλη μπάσα όργανα (έγχορδα και πνευστά), μαζί με κρουστά. Έχοντας όλα αυτά στη διάθεσή του επιχειρεί ένα άνοιγμα και σε άλλους χώρους. Τη μουσική δωματίου, το ambient, την ηλεκτρονική μουσική.
Όσο περίεργος είναι ο τίτλος του άλμπουμ, άλλο τόσο είναι και το περιεχόμενό του. Με την έννοια ότι δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς πού κινείται αυτός ο ήχος, τι είναι αυτό που προτείνει ο δημιουργός του.
 Η εισαγωγή με τη φλογέρα, αμέσως μετά το μαντολίνο και στη συνέχεια τα έγχορδα στο μακροσκελές, ομότιτλο του άλμπουμ κομμάτι, προϊδεάζουν για έναν συνδυασμό folk με chamber jazz, μέχρι να μπουν τα κρουστά και η κιθάρα για να δημιουργήσουν ένα συνεχές παιχνίδι μεταξύ ακουστικού ήχου και παραμόρφωσης, μεταξύ μινιμαλισμού και δαιμονισμένου ρυθμού, μεταξύ αρμονίας και παραφωνίας. Ομοίως και στο πρώτο μέρος του 17λεπτου συνολικά “I wanna be chlorophylled”, το δαιδαλώδες θέμα αναπτύσσεται σε αντίστιξη από την κιθάρα και το κλαρινέτο, με αλλεπάλληλες παρεμβολές που κατεβάζουν απότομα την ένταση καλύπτοντάς τη με μια αργή κινηματογραφική υπόκρουση.
Η εισαγωγή με τη φλογέρα, αμέσως μετά το μαντολίνο και στη συνέχεια τα έγχορδα στο μακροσκελές, ομότιτλο του άλμπουμ κομμάτι, προϊδεάζουν για έναν συνδυασμό folk με chamber jazz, μέχρι να μπουν τα κρουστά και η κιθάρα για να δημιουργήσουν ένα συνεχές παιχνίδι μεταξύ ακουστικού ήχου και παραμόρφωσης, μεταξύ μινιμαλισμού και δαιμονισμένου ρυθμού, μεταξύ αρμονίας και παραφωνίας. Ομοίως και στο πρώτο μέρος του 17λεπτου συνολικά “I wanna be chlorophylled”, το δαιδαλώδες θέμα αναπτύσσεται σε αντίστιξη από την κιθάρα και το κλαρινέτο, με αλλεπάλληλες παρεμβολές που κατεβάζουν απότομα την ένταση καλύπτοντάς τη με μια αργή κινηματογραφική υπόκρουση.
Δίπλα στα εκτενή κομμάτια υπάρχουν και τρία σύντομα, αλλά εξίσου σύνθετα, απαιτητικά και με απροσδόκητη εξέλιξη. Το “The perils of self-betterment” είναι ένα πραγματικά ασυνήθιστο ηχητικό πείραμα, όπου το σόλο από το μπάσο κλαρινέτο οδηγείται από κοφτά ακόρντα στο μαντολίνο και μιαν αδιάκοπη νευρική κίνηση. Το “Gutbucket Asylum”, με τα στοιχειωμένα φωνητικά του Chuck Bettis, τον χαοτικό θόρυβο της κιθάρας και το σόλο ντραμς του Sam Ospovat, κινείται παράλληλα σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Και τέλος στο “Compassion Montage” τα βγαλμένα από όπερα φωνητικά της Nava Dunkelman έρχονται να ντύσουν τα ερείπια ενός τοπίου μετά την καταστροφή.
Περιπετειώδες και παράξενο, όσο και επιβλητικό το “Brutalovechamp” είναι ίσως η πιο φιλόδοξη και γεμάτη ενέργεια μέχρι σήμερα δήλωση ενός δημιουργού που τραβά πολύ ξεχωριστή πορεία.
 
															 
															 
															 
															 
															