
Review
Share this post:
Στα σαράντα τέσσερά του ο Noah Haidu, έχοντας παίξει με πολλά γνωστά ονόματα (όπως Mike Stern, Benny Golson και Billy Hart) και έχοντας εμφανιστεί στους πιο φημισμένους χώρους της Νέας Υόρκης (Blue Note, Birdland, The Jazz Standard, Jazz at Lincoln Center), είναι ένας έμπειρος και φτασμένος πιανίστας. Η προσωπική του δισκογραφία πάντως είναι μάλλον περιορισμένη, αφού το “Infinite Distances” που κυκλοφορεί από την Cellar Live Recordsείναι μόλις το τρίτο του άλμπουμ. Μαζί του σε αυτή τη δουλειά είναι μια ομάδα μουσικών με τους οποίους παίζει σε σταθερή βάση: ο τρομπετίστας Jeremy Pelt που περιορίζεται σε μια κάπως διακριτική παρουσία, η Sharel Cassity και o Jon Irabagon στα σαξόφωνα, ενώ ο Peter Brendler με τον Ariel Alejandro De La Portilla και ο John Davis με τον Mark Ferber εναλλάσσονται στο κοντραμπάσο και τα τύμπανα αντίστοιχα.
Όπως μας πληροφορεί ο Haidu στο εκτενές κείμενο που υπογράφει στο εξώφυλλο του CD, το ερέθισμα για τον τίτλο και το γενικό κόνσεπτ του άλμπουμ προέρχονται από μια φράση που τον εντυπωσίασε σε μια συζήτηση που είχε με τον Branford Marsalis. Όπως είναι γνωστό ο Marsalis είχε μακρόχρονη συνεργασία και φιλία με τον πρόωρα χαμένο Kenny Kirklalnd. Κι όμως επικαλούμενος τον Ρίλκε, σύμφωνα με τον οποίο “ακόμη και μεταξύ των πλησιέστερων ανθρώπινων υπάρξεων εξακολουθούν να υπάρχουν απέραντες αποστάσεις”, δεν αισθανόταν ότι είχε μια πολύ στενή σχέση μαζί του.
Εξερευνώντας τόσο τον Ρίλκε όσο και τον Kirkland, ο πιανίστας συνέθεσε μια σουίτα με έξι μέρη, η οποία έχει κεντρικό ρόλο καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του “Infinite Distances”.
Στο δυναμικό σε post bop ύφος ξεκίνημα που γίνεται με το “The Subversive”, κυριαρχεί το σολάρισμα από το πιάνο και στη συνέχεια από το ως συνήθως χειμαρρώδες σοπράνο του Irabagon. Αμέσως μετά η διάθεση αλλάζει. Χωρίς εμφανή σύνδεση μεταξύ τους τα έξι μέρη της σουίτας, ακόμη κι αυτά που κινούνται με γρηγορότερο τέμπο, έχουν κοινό γνώρισμα τον ενδοσκοπικό χαρακτήρα. Παρ’ όλο ότι δεν λείπουν οι εντάσεις, όπως το παθιασμένο σόλο του Irabagon -αυτή τη φορά με το τενόρο- στο γωνιώδες “This Great Darkness” ή το παρατεταμένο ξέσπασμα του Ferber στο κλείσιμο του “Against the Sky”, ο Haidu έχει την πρόθεση να τονίσει το λυρικό στοιχείο και να στρέψει το γκρουπ προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι πιο αισθαντικές στιγμές έρχονται με τους χαμηλούς τόνους του “Hanaya” και του “Can we Talk”, που κυριαρχούνται από το λεπτό και ευαίσθητο άγγιγμα του Haidu.
Από τα υπόλοιπα τέσσερα κομμάτια που συμπληρώνουν το σετ, το “Momentum”, το “Juicy” και το “Serenity” του Joe Henderson, η μόνη διασκευή του άλμπουμ, έχουν ξαναεμφανιστεί στην προηγούμενη δουλειά του πιανίστα. Τα τρία αυτά κομμάτια, με εμφανώς straight jazz κατεύθυνση αλλά αρκετά διαφορετικά και εμπλουτισμένα, σε σχέση με την αρχική -για πιάνο τριο- εκδοχή τους, δείχνουν ότι ο Haidu αισθάνεται εξίσου στο σπίτι του και μέσα σε πιο παραδοσιακό περιβάλλον.