
Στα τέλη της δεκαετίας του '50 οι κυβερνήσεις του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών έβαλαν σε εφαρμογή ένα δαπανηρό σχέδιο για τη δημιουργία καναλιών, προκειμένου να διευκολυνθεί η θαλάσσια επικοινωνία του νότιου Οντάριο με τον Ατλαντικό ωκεανό. Μια παράπλευρη απώλεια του έργου, που ολοκληρώθηκε το 1959, ήταν ότι 9 χωριά θα έπρεπε να βυθιστούν μέσα στο νερό -από τότε πήραν το όνομα The Lost Villages- και οι κάτοικοί τους αναγκάστηκαν να βρουν στέγη σε νέους οικισμούς.
Στην ιστορία αυτή βασίζει την πρώτη του δουλειά ο ντράμερ απ' το Τορόντο Robert Diack, δίνοντάς της τον τίτλο “The Lost Villages”. Έχοντας ποικίλες επιρροές (ο ίδιος αναφέρει τον Aaron Parks, τον Philip Glass και τους Godspeed You Black Emperor), ο Diack χρησιμοποιεί ένα τετραμελές σχήμα που συνδυάζει τον ηλεκτρικό και τον ακουστικό ήχο: Patrick O'Reilly στην ηλεκτρική κιθάρα με πλήθος από πετάλια, Jacob Thompson στο ακουστικό πιάνο, Brandon Davis στο μπάσο και ο ίδιος στα ντραμς.
Ο Diack προσπαθώντας να αφηγηθεί τη ροή των γεγονότων, εξελίσσει το αρχικό θέμα που επανέρχεται κάμποσες φορές παραλλαγμένο και πετυχαίνει να δώσει μια κινηματογραφική διάσταση στη μουσική του. Μεταπηδά έτσι από την υποβλητικότητα και το μυστήριο του “Displace”, στη δραματική εξέλιξη του “Bittered” και του “Bluterperfect”, στη γαλήνη του “Lacuna”, τη μεταβατική ατμόσφαιρα του “Reliquary”, την κατήφεια του ζοφερού “Sap”, για να οδηγηθεί τελικά στην ελπίδα με το “Placed”. Κύρια ερμηνευτικά όπλα του το πιάνο του Thompson, που αναλαμβάνει όλες τις λυρικές στιγμές και να ντύσει κάθε σκηνή με το περιβάλλον που της ταιριάζει, κι απ' την άλλη η κιθάρα του O'Reilly, που ανεβάζει κάθε τόσο την ένταση και σχεδόν σε κάθε κομμάτι είναι ο καταλύτης των εξελίξεων.