
Το καθιερωμένο “In Performance at the White House” που ξεκίνησε το 1978, όταν ο κλασικός πιανίστας Vladimir Horowitz προσκεκλημένος του προέδρου Jimmy Carter έπαιξε στο East Room του Λευκού Οίκου, φιλοξενεί τακτικά στο προεδρικό μέγαρο όλα τα είδη της αμερικάνικης μουσικής. Ο Al Jolson και η Ray Miller Jazz Band είχαν εμφανιστεί σε ένα από τα προαύλια του κτιρίου ήδη από το 1924, αλλά η πρώτη τζαζ συναυλία στην αίθουσα αυτή έγινε από το σεξτέτο του Paul Winter το Νοέμβριο του 1962 επί προεδρίας του J.F. Kennedy. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από τότε, η ηχογραφημένη αυτή συναυλία βλέπει για πρώτη φορά το φως της κυκλοφορίας στο διπλό CD “Count Me In”, μαζί με άλλο ακυκλοφόρητο υλικό και μια επιλογή από την τρίχρονη πορεία του Paul Winter Sextet.
Ο άλτο σαξοφωνίστας Paul Winter και ο φίλος του τρομπετίστας Dick Whitsell σχημάτισαν στο Σικάγο ένα γκρουπ με σκοπό να παίζουν χορευτικό ρεπερτόριο από την εποχή των big band και στα πρώτα τους βήματα εμφανίστηκε μαζί τους και η μετέπειτα σταρ του Χόλιγουντ Ann Margret. Σύντομα ονομάστηκαν Paul Winter Sextet και σιγά σιγά άρχισαν να περνούν σε πιο πρωτότυπο υλικό. Το 1961 κέρδισαν το πρώτο βραβείο (ανάμεσα σε περισσότερες από 100 συμμετοχές) στο διακολεγιακό φεστιβάλ τζαζ του Georgetown, η κριτική επιτροπή του οποίου περιλάμβανε τον Dizzy Gillespie και τον παραγωγό John Hammond. Το έπαθλο ήταν μια βδομάδα εμφανίσεων στο Birdland και ένα συμβόλαιο στην Columbia. Με όπλο τη σπουδαία διάκριση και συστατικές επιστολές από τις δύο μεγάλες προσωπικότητες έκαναν αίτηση στο State Department να χρηματοδοτήσει μια περιοδεία τους. Σύντομα έλαβαν τα καλά νέα: ότι εγκρίθηκε η χρηματοδότηση μιας εξάμηνης τουρνέ στη Λατινική Αμερική και ότι ο Hammond τους καλούσε να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ.
Το Δεκέμβριο μπήκαν στο στούντιο για την ηχογράφηση του “The Paul Winter Sextet” κι αμέσως μετά ετοιμάστηκαν για την αναχώρησή τους. Στην περιοδεία που κράτησε από το Φεβρουάριο ως τον Ιούλιο του 1962 εμφανίστηκαν σε 23 χώρες κάνοντας συνολικά 160 συναυλίες. Το κοινό, που συνήθως αποτελούνταν από νέους, τους υποδεχόταν με ενθουσιασμό. Σε ένα ανοιχτό θέατρο της πόλης Κάλι στην Κολομβία κατάφεραν μάλιστα να συγκεντρώσουν 15.000 άτομα. Όμως δεν έλειψαν η καχυποψία, κάποιες φορές και τα επεισόδια, καθώς μια μερίδα του κόσμου τους αντιμετώπιζε σαν ένα ακόμη κομμάτι της αμερικάνικης καπιταλιστικής προπαγάνδας. Κάτι που πάντως δεν επισκίασε τελικά τη συνολική μεγάλη επιτυχία της περιοδείας. Η επαφή με τη λατινοαμερικάνικη μουσική, που είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή και δημοφιλής σε όλο τον κόσμο, επέδρασε στον ήχο τους και έμελλε να καθορίσει τη μετέπειτα πορεία του Winter.
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη ανακάλυψαν ότι ο απόηχος αυτής της επιτυχίας μόλις που είχε φτάσει στην πατρίδα και ότι οι ευκαιρίες για δουλειά ήταν περιορισμένες. Έτσι η επιστολή που έλαβαν από τη σύζυγο του προέδρου, την Jackie Kennedy, τους αιφνιδίασε. Ούτε λίγο ούτε πολύ τους καλούσε να παίξουν στο Λευκό Οίκο στο πλαίσιο μιας σειράς συναυλιών με τον τίτλο “Concerts for Young People by Young People”. Στις 19 Νοεμβρίου η πρώτη κυρία της χώρας και ένα πολύ νεανικό κοινό από διάφορες χώρες που προερχόταν από τις πρεσβείες της Washington, κατέκλυσε το East Room, από το οποίο όμως απουσίαζε ο πρόεδρος που εκείνες τις μέρες ήταν απασχολημένος με τα της εισβολής της Κίνας στην Ινδία. Μετά το τέλος της συναυλίας η Jackie ενθουσιασμένη τους είπε ότι η μουσική που έπαιξαν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για αυτό το χώρο. Η τεράστια προβολή της εκδήλωσης από τα μέσα ενημέρωσης έφερε βροχή τις προτάσεις για εμφανίσεις, αλλά ήδη τρία από τα μέλη είχαν κλείσει άλλες δουλειές και είχαν δηλώσει την αποχώρησή τους από το σεξτέτο. Εκτός του Winter και του Whitsell μόνο ο πιανίστας Warren Bernhardt παρέμεινε στη σύνθεση του γκρουπ, που συνέχισε την πορεία του για ένα περίπου χρόνο ακόμη. Αν λοιπόν η κορύφωση της δημοσιότητας για αυτό το σχήμα ήταν η εμφάνιση στο προεδρικό μέγαρο, το τέλος του ήλθε την εποχή της δολοφονίας του JFK.
Το πρώτο CD του “Count Me In” αντιπροσωπεύει την αρχική περίοδο του γκρουπ, στην original σύνθεσή του με τον Winter, τον Whitsell και τον βαρύτονο σαξοφωνίστα Les Rout στην τριάδα των πνευστών και τον Bernhardt, τον μπασίστα Richard Evans και τον ντράμερ Harold Jones στο rhythm section. Στο δεύτερο, το βαρύτονο το έχει αναλάβει ο Jay Cameron, μπάσο και ντραμς παίζουν ο Chuck Israels και ο Ben Riley και στη συνέχεια ο Cecil McBee και ο Freddie Waits, ενώ σε ένα μόνο κομμάτι συμμετέχουν ο φλαουτίστας Jeremy Steig και ο κιθαρίστας Gene Bertoncini. Το ρεπερτόριό τους είναι μοιρασμένο ανάμεσα σε δικά τους κομμάτια (γραμμένα κατά κανόνα είτε από τον Evans είτε από τον Bernhardt), συνθέσεις γνωστών τζαζ μουσικών (όπως ο Jimmy Heath, ο John Lewis και ο Milt Jackson) και λατινοαμερικάνων (βραζιλιάνων κυρίως) συνθετών σαν τον Antonio Carlos Jobim, τον Carlos Lyra και τον Dorival Caymmi. Η καταλυτική επίδραση που είχε πάνω τους η εξάμηνη περιήγηση στη λατινική Αμερική φαίνεται όχι μόνο από τις διασκευές, αλλά και από τα δικά τους κομμάτια, που βασίζονται μεν στο bop και hard bop, αλλά πολύ συχνά υιοθετούν τους ρυθμούς και τα ηχοχρώματα που γνώρισαν εκεί. Στα τραγούδια του Lyra (“Voce E Eu”, “Maria Ninguem”, “Quem Quizer”) του Jobim (“Insensatez”, “Chega De Saudade”) και του Caymmi (“Saudade de Bahia”) κινούνται με τη ρυθμική ελαφρότητα της μπόσα νόβα μέσα σε μια μελαγχολική, ρομαντική ατμόσφαιρα, ενώ η επιβλητική “Toccata” του Lalo Schifrin με την πομπώδη της ενορχήστρωση περιλαμβάνει ένα ηχηρό και πολύ δυναμικό σόλο ντραμς από τον Harold Jones. Το πανέμορφο “A Bun Dance” φέρνει στο μυαλό τον Clifford Brown και τους Jazz Messengers του Art Blakey και πολύ συχνά (“Routeousness”, “Them Nasty Hurtin’ Blues”, “The Thumper”, “Count Me In”) το σεξτέτο πλέει απολαυστικά σε straight jazz ύδατα δείχνοντας μια βαθιά αίσθηση του μπλουζ. To “Bells and Horns” με το οποίο ξεκίνησαν την εμφάνισή τους στο Λευκό Οίκο και αρκετά ακόμη κομμάτια όπως το “Papa Zimbi” ή το “Pony Express” έχουν δουλευτεί με τη λογική της μεγάλης ορχήστρας με πλούσιες γραμμές για τα πνευστά που δίνουν όγκο και μεγαλοπρέπεια στον ήχο, καθώς ο Winter έβλεπε το σεξτέτο του σαν μια little big band. Το εξαιρετικά δεμένο μικρομέγαλο σχήμα είχε κορυφή ένα άλτο με την εκφραστικότητα και την ταχύτητα του Cannonball Adderley και άψογο rhythm section με επικεφαλής ένα χαρισματικό πιανίστα. Η μπαλάντα “Lass for the Low Countrie”, με το υπέροχο φλάουτο του Steig σε πρωταγωνιστικό ρόλο, προαναγγέλλει το δρόμο που θα έπαιρνε στο εξής ο σαξοφωνίστας και το θλιμμένο “We Shall Overcome” με όμορφη ενορχήστρωση από τον Cecil McBee, που ήταν και η τελευταία ηχογράφηση του σεξτέτου, σηματοδοτεί όχι μόνο το φινάλε του γκρουπ, αλλά και το τέλος μιας εποχής για την Αμερική, καθώς ηχογραφήθηκε λίγες μόνο μέρες μετά τη δολοφονία του Kennedy. Δεν είναι εύκολη η πρόβλεψη για το πώς θα εξελισσόταν αυτό το σχήμα αν συνέχιζε, αλλά με τα συγκεκριμένα δείγματα γραφής είναι σίγουρο ότι είχε τις καλύτερες προοπτικές και είναι κρίμα που η διαδρομή του ήταν τόσο σύντομη.
Λίγο μετά τη διάλυση του γκρουπ ο Winter ξαναταξίδεψε στη Βραζιλία όπου έμεινε για ένα περίπου χρόνο και εμβάθυνε τη σχέση του με τη βραζιλιάνικη μουσική. Το 1967 έφτιαξε το Paul Winter Consort που αντιπροσώπευε τη νέα του κατεύθυνση και το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα. Τρία από τα πρώιμα μέλη του Consort ήταν οι μετέπειτα Oregon Paul McCandless, Collin Walcott και Ralph Towner. Έχοντας ως βασικό εκφραστικό μέσο πλέον το σοπράνο και χρησιμοποιώντας όργανα όπως το τσέλο, το όμποε, το σιτάρ και διάφορα κρουστά, άρχισε να περνάει στη μουσική του ακούσματα από όλο τον κόσμο, αλλά και τις οικολογικές του ανησυχίες. Η φαντασία του τροφοδοτείται εξίσου από τις μουσικές του κόσμου, όσο και από τους ήχους της φύσης, όπως τα κύματα της θάλασσας, το τραγούδι της φάλαινας και το ουρλιαχτό του λύκου και αναδεικνύει τη σχέση της μουσικής με την πνευματική και περιβαλλοντική υγεία. Εμφανίζεται συχνά σε χώρους όπως το Grand Canyon και ο Καθεδρικός του Αγίου Ιωάννη στη Νέα Υόρκη, όπου όπως λέει «οι άνθρωποι έχουν μια πλατιά αίσθηση της κοινότητας στη ζωή κι αυτό είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε με τη μουσική μας».
επαφή: www.paulwinter.com